ελληνισμός

ελληνισμός
Τίτλος διαφόρων περιοδικών. Από τα πιο αξιόλογα ήταν δύο εβδομαδιαία περιοδικά της Αλεξάνδρειας, το πρώτο του 1889 και το δεύτερο του 1942, με εκδότες αντίστοιχα τους Ευστράτιο Ρούπα και Σωκράτη Λαγουδάκη. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε και μηνιαίο, φιλολογικό, αθηναϊκό περιοδικό (1898-1915), που διευθυνόταν συλλογικά από τους Ν. Καζάζη, Γ. Στρέιτ, Κ. Πεταλά, Ε. Σακελλαρόπουλο, Κ. Μητσόπουλο, Π. Καρολίδη και I. Βιρβίλη. Στο περιοδικό αυτό δημοσιεύθηκαν αξιόλογες γλωσσολογικές και φιλολογικές μελέτες.
* * *
ο (AM ἑλληνισμός)
νεοελλ.
1. το σύνολο όλων τών Ελλήνων ή τών Ελλήνων που ζουν σε ξένη περιοχή («ολόκληρος ο ελληνισμός», «ο ελληνισμός τής διασποράς», «ο ελληνισμός τής Αυστραλίας»)
2. ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική παράδοση
3. η περίοδος μετά τον Μέγα Αλέξανδρο, οπότε διαδόθηκε στην ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή ο ελληνικός πολιτισμός ώς την επιβολή τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
αρχ.-μσν.
ειδωλολατρία, η αρχαία θρησκεία
αρχ.
1. η μίμηση τού πολιτισμού τών Ελλήνων
2. (για λόγο) η χρήση καθαρής ελληνικής γλώσσας
3. η χρήση τής Κοινής, σε αντίθεση προς την αττική διάλεκτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἑλληνισμός — imitation of the Greeks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελληνισμός — ο 1. η ελληνικότητα (βλ. λ.). 2. (περιλ.), το έθνος των Ελλήνων σ όλο τον κόσμο, η ελληνική φυλή, η ρωμιοσύνη. 3. οι Έλληνες και οι εξελληνισμένοι ξένοι κατά τη μετά το Μ. Αλέξανδρο περίοδο. 4. φραστικός τρόπος που ανήκει στην ελληνική γλώσσα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… …   Dictionary of Greek

  • Ἑλληνισμοῦ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμῶν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμῷ — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑλληνισμόν — Ἑλληνισμός imitation of the Greeks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”